- διαστολικός
- η , όν физиол, диастолический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαστολικός — ή, ό (AM διαστολικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από διαστολή ή αναφέρεται σ αυτήν νεοελλ. εκείνος που αναφέρεται στη διαστολή τής καρδιάς («διαστολική πίεση», «διαστολικός ήχος») … Dictionary of Greek